- κλοιώ
- κλοιῶ, -όω (Α) [κλοιός]βάζω κλοιό στον λαιμό κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλοιῷ — κλοιός dog collar masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοιῶι — κλοιῷ , κλοιός dog collar masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοιός — Μεταλλικό στεφάνι, κυκλικός δεσμός (κυρίως γύρω από τον λαιμό ή τα χέρια)· ειδικό στεφάνι, σιδερένιο ή ξύλινο, που το χρησιμοποιούσαν ως όργανο βασανιστηρίων ήδη από την αρχαιότητα. Η απλούστερη μορφή του ήταν μια επίπεδη σανίδα με τρεις τρύπες,… … Dictionary of Greek
μετεγκλοίω — (Α) θέτω μέσα σε κάποιον κλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐγ κλοίω] … Dictionary of Greek